τοπαζόλιθος

τοπαζόλιθος
ο, Ν
(ορυκτ.) σπάνιο ασβεστοσιδηρούχο ορυκτό τής ομάδας τών γρανατών το οποίο μοιάζει με τοπάζι και αποτελεί ποικιλία τού ανδραδίτη, με κιτρινωπό ή πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topazolite < τοπάζιον + λίθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”